- διακλίνω
- διακλίνω (AM)μσν.κάνω κάποιον να διατεθεί ευνοϊκά απέναντι μουαρχ.1. αποχωρώ, απομακρύνομαι2. αποφεύγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακεκλικότας — διακλίνω turn away perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλῖναι — διακλίνω turn away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλίνει — διακλί̱νει , διακλίνω turn away aor subj act 3rd sg (epic) διακλί̱νει , διακλίνω turn away pres ind mp 2nd sg διακλί̱νει , διακλίνω turn away pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλίνοντα — διακλί̱νοντα , διακλίνω turn away pres part act neut nom/voc/acc pl διακλί̱νοντα , διακλίνω turn away pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκλινε — διέκλῑνε , διακλίνω turn away aor ind act 3rd sg διέκλῑνε , διακλίνω turn away imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκλινον — διέκλῑνον , διακλίνω turn away imperf ind act 3rd pl διέκλῑνον , διακλίνω turn away imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκλισις — διάκλισις, η (Α) [διακλίνω] η υποχώρηση … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
διακλίναντες — διακλί̱ναντες , διακλίνω turn away aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλίνας — διακλί̱νᾱς , διακλίνω turn away aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)